Sunday, November 20, 2011

ΤΑΞΙΔΙΑ χωρίς ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ - Διήγημα

Είμαι ανάπηρος,  καθηλωμένος σε καροτσάκι από τα δέκα οκτώ μου. Ξέρω ότι θα προτιμούσατε να σας  έλεγα,  ότι έχω λιωμένα σαν του Ίκαρου φτερά όπως θα το επεσήμαινε  ένας γραφιάς. Η ουσία της ιστορίας μου ακόμη και με την ρητορική επισήμανση  δεν αλλάζει. Μετά το αυτοκινητιστικό μου ατύχημα  εδώ και δέκα χρόνια,  περιμένω κάθε βράδυ να νυχτώσει για να σκηνοθετήσω τα όνειρά μου. 

Με την φαντασίωσή μου  δίνω ραντεβού όταν όλοι κοιμούνται. Ότι φτερουγίζει δεν σκλαβώνεται, δεν γνωρίζει όρια,  κι εγώ αυτό έχω ανάγκη. Κάνω πολλά μίλια στα όνειρά μου, εκεί δεν υπάρχουν χειμώνες.  Δεν  αλλάζω μορφή,    αισθάνομαι  ίδιος,  και  ονειρεύομαι  ότι  πετώ   μέσα σε  σμήνος.  Οι αγριόπαπιες  διαλέγουν για μένα την πορεία, μου αρέσει  που  προτιμούν συνήθως τον μπλε δρόμο και με αφήνουν να διαλέξω προορισμό. Πολλές φορές αναρωτήθηκα  πως με δέχονται, εμένα  ένα λαθρεπιβάτη,  όταν όλα  μαζί είναι μια οικογένεια. Πιθανότατα να με βλέπουν σαν κορμοράνο  ή ερωδιό  θα το προτιμούσα, πιθανότατα να με λυπούνται έτσι στραπατσαρισμένος  που είμαι.

 Με έχουν προστατευμένο στον ενδιάμεσο χώρο του μεγάλου τους “V”. Αυτή η παραχώρηση της ιεραρχίας τους με κάνει να αισθάνομαι τυχερός. Εκεί μπορώ να ξεκουραστώ όσο θέλω και  συνάμα να έχω και παρέα. Από την άλλη  μπορεί  και αυτοί  να αισθάνονται ασφάλεια,  ίσως να νομίζουν ότι μπορώ να διαβάζω τους χάρτες του ουρανού. Ποιος ξέρει.

Τα πουλιά  πετάνε πάντοτε σε σμήνη,  μόνον οι άνθρωποι  επιχειρούν ταξίδια μοναχικά.  Θέλουν να γευτούν μόνοι την πρώτη  κατάκτηση,  έχουν την ψευδαίσθηση  ότι θα μείνει για πάντα. Η μέθη της πρωτιάς , γρήγορα  εξατμίζεται.  Κι εγώ  σαν άνθρωπος ποτέ δεν μένω  μόνος  πια. Χρειάζομαι κάποιον να με βοηθάει  με το  καροτσάκι,   τις περισσότερες φορές  είναι απαραίτητο  και  να το σπρώχνει. Στον  αέρα  είμαι αυτοδύναμος, έχω ανάγκη μόνο την συντροφιά.

Από την μπαλκόνι του ουρανού χαζεύω μια θέα χωρίς περιορισμούς.  Προτιμώ μέρη χωρίς κλειστούς ορίζοντες. Αποφεύγω τα βουνά,   κυνηγάω τους πράσινους κάμπους  και τα δάση με νερά. Θα νομίζετε  ότι θα προτιμούσα  να είμαι στην φύση μέσα σε κήπους και λουλούδια. Θα σας εκπλήξω,  αλλά προτιμώ να πετάω πάνω από πόλεις μέσα στην κίνηση και ας  εισπνέω  καυσαέρια. Δικά μου είναι τα όνειρα,  έχω το προνόμιο να τα  φτιάχνω όπως εγώ θέλω. Μου λείπει η εύκολη πρόσβαση και στα ταξίδια μου αφού είμαι ελεύθερος να πάω όπου θέλω, προτιμώ να πηγαίνω  εκεί που δεν μπορώ στην καθημερινή μου ζωή. Τα πεζοδρόμια είναι πολύ ψηλά, τα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα παντού, δεν μπορώ να ανέβω σε λεωφορεία, δυσκολεύομαι στο μετρό. Χτικιάζω κι εγώ και ο συνοδός μου όταν έρχεται η στιγμή να μετακινηθώ.  

Στο σημερινό μου ταξίδι μέσα στο σμήνος  έχω παρέα ένα πελεκάνο. Ψηλός και άχαρος αλλά καλός συνταξιδιώτης. Πετάμε αυτή τη φορά πάνω από μια θάλασσα χωρίς νησιά,  αν δεν ήταν όνειρο θα ήταν κουραστικό τόσο φως με τις αντανακλάσεις του. Είχαμε περάσει ήδη τις αιγαιοπελαγίτικες μπουγάδες. Ο Αίολος είχε σπάσει τα σχοινιά και τα ασπρόρουχα σκορπίστηκαν μέσα στο πέλαγος, λευκές σημαδούρες μέσα στο μπλε,  μας σημάδεψαν   την πορεία.  Άνυδρος  δρόμος   μας περιμένει, δεν μπορεί,  η υπερβολή στην φύση θα έχει  την λογική  της.
«Έμαθες για τους άλλους   που έχασαν τον προσανατολισμό τους?  Χάθηκαν…» μου είπε απελπισμένα ο πελεκάνος. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω πως έγινε αυτό, γιατί πήρα την απάντηση «Μέσα στην νύχτα, έτσι χωρίς λόγο, πρώτη φορά,   καρφωθήκαμε στο έδαφος σαν κάτι να μας τραβούσε προς τα κάτω. Ταξιδεύαμε βράδυ με πυξίδα τους μαγνητικούς πόλους. Όσοι ήταν πίσω ζήσανε,  αλλά είδανε τους πρώτους να τσακίζονται».
«Μα πως έγινε αυτό?» ψέλλισα.
«Δεν ξέρουμε,  δεν  συναντήσαμε καταιγίδα, δεν χτυπηθήκαμε ούτε από κεραυνό ούτε από κυνηγούς. Κάτι συμβαίνει,   κάτι διαφορετικό  που  μας κάνει να χάνουμε την γη και τον ουρανό» είχα ακούσει ότι είχε ξανασυμβεί..
«Μπορείς να μου πεις που είμαστε?» συνεχίζει ο συνταξιδιώτης μου. «Αν κρίνω από τις μυρωδιές πλησιάζουμε την Αφρική. Η άμμος  που φέρνει ο αέρας μυρίζει μπαρούτι κάτι γίνεται εκεί κάτω..» «πες μου τι βλέπεις….» μου ψιθυρίζει ο πελεκάνος.
Πολύ ωραία σκέφτηκα. Ένας ανάπηρος ερωδιός που στηρίζεται σ’ έναν  τυφλό πελεκάνο για να ταξιδέψει,  και  ένας  τυφλός  πελεκάνος που στηρίζεται σε έναν ανάπηρο ερωδιό για να δει,  μέσα σε ένα σμήνος από αγριόπαπιες,   πάνω από γη που φλέγεται. Έγινε αυτός η πατερίτσα μου κι εγώ τα μάτια του. Έτσι δεν θα έπρεπε να είναι? Τα όνειρα  μπορούμε να τα κατευθύνουμε… θα θέλαμε.  Μάλλον μόνα τους ορίζουν την τύχη τους,  διαφορετικά δεν θα υπήρχαν εφιάλτες.
 Αποφάσισα να του πω ψέματα. Τι νόημα έχει να πω σ’ έναν τυφλό  την αλήθεια αφού δεν μπορεί ούτε να τη  διασταυρώσει αλλά δεν θα εξυπηρετούσε και τίποτα? «Φίλε μου οι μουσουλμάνοι  γιορτάζουν με πυροτεχνήματα και βεγγαλικά  έχουν μαζευτεί σε πλατείες  και διασκεδάζουν…» Ξαφνικά ήμουν τυχερός  που ήμουν σε πλεονεκτικότερη θέση  κι   έβλεπα,  ή δυστυχής που ήμουν αντιμέτωπος με την σκληρή αλήθεια?   Ο φίλος μου,  συνέχισε να με ρωτά  αλλά δεν ήθελα να του απαντήσω. Κάποια πράγματα έκρινα ότι είναι καλύτερα να τα προσπερνούμε, αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρος γι αυτό. Δεν πρέπει να περιμένουμε όλες τις απαντήσεις από τα όνειρα σκέφτηκα.
Στην παρέα μας προστέθηκε και  μια αγριόχηνα. Μιλούσε μόνη της  μάλλον από όνειρο δραπέτευσε κι αυτή υπέθεσα. « Μικρή πετούσα με την ομπρέλα της Μαίρη  Πόππινς.  Όταν μεγάλωσα έκανα παρέα στον γλάρο Ιωνάθαν . Μου αρέσει να πετάω πάνω από νησιά και να τους δίνω δικά μου ονόματα. Να αυτό εδώ το έχω ονομάσει   ονειροπαγίδα. Ήμουν εθελόντρια ταχυδρόμος στα χαρακώματα. Από κοντά ο κόσμος δεν μοιάζει καθόλου με την εικόνα που έχουμε εμείς από πάνω.»
«Αυτό είναι σύννεφο,  δεν  είναι νησί»  μίλησα μάταια, αλλά έβγαλα το συμπέρασμα ότι μάλλον της σάλεψε. Μπορεί να ακουγόταν λογικό το συμπέρασμά της ότι ο κόσμος κάτω δεν ήταν τόσο όμορφος όσο φαίνεται από πάνω αλλά δεν ήταν πια και καμιά σημαντική ανακάλυψη!
«Μπορεί να αδειάσει από τα νερά που κουβαλάει και να εξαφανιστεί,  έτσι θα καταλάβει το σφάλμα της» είπε ο πελεκάνος.
«Κάτω γίνεται πόλεμος. Αδελφός σκοτώνει αδελφό. Δεν μπορούσα να μείνω. Είναι η σιωπή  του ουρανού? »  η αγριόχηνα δεν έβλεπε κανένα μας, είχα την εντύπωση ότι σπαρταρούσε. Είχε καρφώσει το βλέμμα της στο κενό και μονολογούσε. Δεν θέλει και πολύ για να λολέψει κάποιος σκέφτηκα. Κανένας μας δεν κοιτούσε κάτω. Ακούσαμε  ότι θα πετρώναμε  σαν αντικρίζαμε  την Βαβυλωνία.
Τα λόγια της αγριόχηνας   κεραυνοβόλησαν τον  πελεκάνο που σε στιγμή   σκοτείνιασε. Είχε φτάσει  στο σπίτι του, στον προορισμό του, τώρα  έπρεπε να προετοιμάσει  νέο,  αλλού. Δεν χτίζεις σπιτικό δίπλα σε πόλεμο ούτε δίπλα σε  ανθρώπινο  πόνο.  Πικρή   αλήθεια,  « το προσφυγοπούλι  πουθενά δεν είναι καλοδεχούμενο…»   μονολογεί. Σφίχτηκε το στομάχι μου,  σκιάχτηκε η ματιά μου από την αλήθεια των λόγων του.  Ένοιωσα τύψεις  για το ψέμα μου,  θα προτιμούσα να μην ήμουνα μπροστά. Οι προθέσεις  μας δεν  έχουν πάντα το περίβλημα που θέλουμε να δώσουμε. Η άρνηση να δούμε την αλήθεια έχει το ίδιο αντίκτυπο όσο και ένα ψέμα, αναλογίζομαι.

Ξύπνησα ανακουφισμένος και ιδρωμένος. Καμιά λογική στα όνειρα δεν υπάρχει σκέφτηκα, μπορεί και να με βόλευε αυτό,  μήπως  έχει λογική  η πραγματική ζωή? Τα όνειρα  αντιγράφουν τον κόσμο μας ή  προειδοποιούν  όπως πιστεύουν  κάποιοι? Εκστατικοί μπροστά στην οικολογική καταστροφή, απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, συνειδητοποιημένα  τον  μοιραζόμαστε παθητικά σκέφτομαι,  ενδόμυχη ευχή μας είναι να καταφέρουμε να τον διαχειριστούμε ανώδυνα…   μα γίνεται αυτό? Το ταξίδι στη σύνεση είναι όπως ένα ταξίδι στον αέρα. Όταν βιώνεις την τραγική μοναξιά, την σκληρότητα του πόνου, τη ματαιότητα της σύντομης ζωής βλέποντας  από ψηλά τη φρίκη του πολέμου, μπορεί η Λογική μόνη της να φέρει τη λύτρωση? Η έγνοια μου  για τα ανθρώπινα καμώματα με ώθησε να σκεφτώ το τελευταίο ταξίδι μου στον αέρα. Ήμουν πεπεισμένος  ότι   η Λογική πρέπει να συμπλεύσει με την Συμπόνια  του πελεκάνου μου  και την  Αγάπη της αγριόχηνας για να έχει αποτέλεσμα η ανθρώπινη αναζήτηση.

Έξαφνα ένοιωσα μέγιστη ευγνωμοσύνη για τον πλανήτη που με κατέβαλε ψυχή τε και σώματι. ‘Eχω  τα μάτια μου, απολαμβάνω τους ανθρώπους μου και  συγκινούμαι  με τις καθημερινές μικροχαρές. Η αναπηρική μου καρέκλα  δεν είναι εμπόδιο  να χαίρομαι για το δώρο της ζωής,  ούτε για ένα πραγματικό ταξίδι στον αέρα   σε όποιο μέρος του κόσμου επιλέξω. Παίρνω το αεροπλάνο και γίνονται   τα φτερά που μου λείπουν, τα μάτια   για να αντικρύσω και να ζήσω τον κόσμο αυτόν, τον πραγματικό. Δραπέτης ονείρου παρασυρμένος στον αέρα!  Έφυγα..

                                                                          ----οο0οο---

0 σχόλια (κλικ για να δείτε ή να προσθέστε):

Post a Comment

γραψτε εδω το σχόλιό σας