Friday, September 28, 2012

Η ΚΟΥΚΛΑ της Ξανθίππης Γκλαβοπούλου

Την κούκλα της δεν μπορούσε να την χτενίσει,  γιατί δεν είχε μαλλιά. Έπαιρνε τα μολύβια της  και της τα ζωγράφιζε. Τα ρούχα της τα έραβε μόνη της από  τα ρετάλια που άφηνε η μοδίστρα της μαμάς.  Για  παπούτσια  έβαζε τα δικά της μωρουδίστικα τιρλίκια. Της άλλαζε κάθε μέρα φόρεμα,  δεν ήθελε να νομίζουν οι φίλες της ότι η Τζένη - έτσι την έλεγε -  έχει μόνο ένα και μοναδικό.  Συχνά άλλαζαν ρούχα μεταξύ τους με τις  άλλες κούκλες,  των φιλενάδων. Ήταν όλες  ίδιες,  παχουλές σαν φρατζόλες, με γαλάζια μάτια και  καραφλό κεφάλι. Και   όλες μαζί,  ντυμένες στην τρίχα,  έκαναν δουλειές. Μαγείρευαν, έπαιζαν  «σπιτάκια»,  έκαναν επίσκεψη ή μια στο χάρτινο  της  άλλης.

Μια μέρα  δέχτηκε στο σπιτάκι της  την ξαδέλφη της, με την δική της κούκλα,  να παίξουν. Η  κούκλα της ήταν Αμερικάνα, με ξανθά μακριά μαλλιά,  φορούσε μπλου τζιν στενό και μπλουζάκι με πέτρες που γυάλιζαν .  Ήταν  αδύνατη και  τόσο όμορφη που της κόπηκε η ανάσα. Το πρόσωπό της ήταν ροδαλό, τα χείλη της βαμμένα κόκκινα κερασένια,  είχε μακριά δάχτυλα  που μπορούσες να  βάψεις  τα νύχια  της,  ότι χρώμα ήθελες.  Έκρυψε τα αισθήματά της, φοβήθηκε μη την προδώσουν τα μάτια της,  όταν απομακρύνθηκε η ξαδέλφη της,  χάιδεψε τα χρυσαφένια μαλλιά της και της είπε στο αυτί «Σ΄αγαπώ». Την έσφιξε στην αγκαλιά της, την φίλησε στα μάγουλα, εκείνη το βράδυ έκλαψε στο μαξιλάρι της.  Στο σκοτάδι συλλογίστηκε ότι κάποτε  θα έχει πολλές  πολλές  κούκλες  με αμέτρητα  ρούχα  για να τις αλλάζει κάθε ώρα και σπιτάκι παραμυθένιο με υπηρέτρια και σωφέρ. Η σκέψη να ζητήσει από τους γονείς της  μια αμερικάνα κούκλα ήταν απαγορευμένη, μια τέτοια  πιθανότητα  την έκανε να κοκκινίζει από  ντροπή. Κανένας στην γειτονιά δεν είχε διαφορετική κούκλα,  έτσι κάθε προσπάθεια ήταν καταδικασμένη να παραμείνει άκαρπη.

Δεν σταμάτησε  ποτέ να  σκέφτεται την ροζ  Σάντυ .Την Τζένη την άφησε με τρυφερότητα στην πολυθρόνα του δωματίου της και πότε-πότε την χάιδευε με ευγνωμοσύνη. Δεν της ήταν  πια αφοσιωμένη και πιστή,  ήξερε τι ήθελε για να είναι ευτυχισμένη.

Οι επιθυμίες της  συμφιλιώθηκαν με τα χρόνια και με την ζωή της. Είχε την ευκαιρία  να πραγματοποιήσει τα παιδικά της όνειρα, κάνοντας ένα καλό γάμο -παντρεύτηκε τον διευθυντή της  Πολεοδομίας-  και μένοντας αφοσιωμένη στα θέλω της  σε όλη την ενήλικη ζωή της,  χωρίς καμιά έκπτωση . Πίστευε ότι η επιμονή της ήταν αυτή  που η ζωή τής  χάρισε  ότι επιθυμούσε πλουσιοπάροχα.  Ήταν τέτοια η προσήλωσή της  που ποτέ δεν σταμάτησε να αγοράζει κούκλες όμορφες  όπως  και κοσμήματα και ρούχα από επώνυμους οίκους.

 Λάτρευε να κουρνιάζει μαζί με την κόρη της  στο κρεβάτι και να αραδιάζουν όλες τις Μπάρμπι, δεκάδες,  η κάθε μια μαζί τα δικά της ρούχα για κάθε στιγμή και περίπτωση. Δεν χρειαζόταν να τις αλλάξουν, ο χρόνος περνούσε παίζοντας, επινοώντας  επιδείξεις μόδας,  εκδρομές και κοσμικές εκδηλώσεις.

Κοίταζε τον εαυτό της , ένοιωθε ότι όλα ήταν εντάξει, η ζωή της μια χαρά. Γελούσε από μέσα της  δεν είχε κανένα δίλημμα, αγωνία, δειλία ή ντροπαλοσύνη. Επέστρεφε στο σπίτι της  από τα ψώνια μην έχοντας  κανένα δισταγμό να ξοδέψει.  Κάθε φορά ο άνδρας της επιδοκίμαζε  τις αγορές της με ενθουσιασμό,  επευφημώντας το καλό της γούστο και την αισθητική που ήταν διάχυτη  και με υπερβολή μέσα στο σπίτι και στον κήπο.  Πλήρωνε για τα πάντα ο καλός της,  δίνοντας της αίσθηση ξεγνοιασιάς που μόνο μεθυσμένοι μπορούν να έχουν.

Όταν όλες οι πόρτες είναι  κλειστές πως μπορεί  ο τρόμος με δύναμη να μπει μέσα? Ο φόβος δεν ερχόταν από το παρελθόν, ήταν εκεί  παρόν  και  δυνάστευε. Εκείνο το βράδυ, ο άνδρας  της  ανάστατος  ξεκαθάρισε τα χαρτιά του γραφείου του, κάποια  πέταξε στο τζάκι και γυρνώντας  προς το μέρος της το μόνο που της είπε ήταν «Προσπάθησε να μείνεις ήρεμη».

Η καρδιά της πήγε να σπάσει, μια θηλιά στο λαιμό την έπνιγε, ο φόβος ότι θα ακουστεί την εμπόδισε να ουρλιάξει .Όσο πλησίαζε η ώρα του αποχαιρετισμού,  τόσο μεγαλύτερη μοναξιά ένοιωθε, τόσο πιο πολύ χαμένη.

Και τώρα ? Κοίταξε τις κούκλες της και ένας αναστεναγμός έφυγε από μέσα της. Με πρόσωπο ωχρό πλησιάζει την Τζένη, και με αυτήν σφιγμένη στην αγκαλιά της, κρύβει το πρόσωπό της σε ένα μαξιλάρι, μέσα στα χέρια της,  να μην ακουστούν τα αναφιλητά της. 

0 σχόλια (κλικ για να δείτε ή να προσθέστε):

Post a Comment

γραψτε εδω το σχόλιό σας